- καλυβοποιία
- καλυβοποιΐα, ἡ (Α)η κατασκευή καλυβών.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + -ποιΐα (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. αρτο-ποιία, ιστο-ποιία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλυβοποιίας — καλυβοποιίᾱς , καλυβοποιία making of cabins fem acc pl καλυβοποιίᾱς , καλυβοποιία making of cabins fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)